- δακτυλότριπτον
- δακτυλότριπτοςworn by the fingersmasc/fem acc sgδακτυλότριπτοςworn by the fingersneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφονδυλοδίνητος — ον, Α αυτός που περιστρέφεται με τη δίνη τού σφονδύλου, τού σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστρο δίνητος] … Dictionary of Greek